- φανταχτικός
- -ή, -ό, Νβλ. φανταστικός.επίρρ...φανταχτικά Νφανταχτερά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανταχτικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά φανταχτερός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος … Dictionary of Greek
φανταχτικά — Ν επίρρ. βλ. φανταχτικός … Dictionary of Greek